- ποτητά
- ποτητόςflyingneut nom/voc/acc plποτητά̱ , ποτητόςflyingfem nom/voc/acc dualποτητά̱ , ποτητόςflyingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτῆτα — ποτής drink fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… … Hofmann J. Lexicon universale
ποτητός — ή, όν, Α [ποτῶμαι] (επικ. τ.) 1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος, φτερωτός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτητά τα πτηνά, τα πουλιά … Dictionary of Greek
γρυπότητα — γρῡπότητα , γρυπότης hookedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)